Διονυσόδωρος

Διονυσόδωρος
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σοφιστής (5ος ή 4ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Χίο. Ήταν σύγχρονος του Πλάτωνα, ο οποίος στον διάλογό του Ευθύδημος εκφράζεται σκωπτικά για τον Δ. 2. Ιστορικός (4ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Βοιωτία. Έγραψε την ιστορία της Ελλάδας έως την εποχή του Φιλίππου. 3. Αγαλματοποιός (2ος; αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αδάμαντα και αδελφός των αγαλματοποιών Μοσχίωνα και Αδάμαντα. Μαζί τους φιλοτέχνησε άγαλμα της Ίσιδας στη Δήλο. 4. Γραμματικός (2ος αι. π.Χ.). Ως τόπος καταγωγής του αναφέρεται η Αλεξάνδρεια ή η Τροιζήνα. 5. Μαθηματικός (2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τον Πόντο. Αναφέρεται ότι ασχολήθηκε με το πρόβλημα που έθεσε ο Αρχιμήδης στο έργο του Περί σφαίρας και κυλίνδρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Διονυσόδωρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διονυσοδώρου — Διονυσόδωρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διονυσοδώρῳ — Διονυσόδωρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διονυσόδωρε — Διονυσόδωρος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διονυσόδωροι — Διονυσόδωρος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διονυσόδωρον — Διονυσόδωρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδεστής — ο (Α κηδεστής, οῡ, δωρ. τ. καδεστάς) συγγενής εξ επιγαμίας, εξ αγχιστείας, πλάγιος συγγενής, όχι εξ αίματος αρχ. (ειδικότερα) 1. γαμπρός, σύζυγος τής θυγατέρας ή τής αδελφής («ἐπεθύμησε Διός γενέσθαι κηδεστής» θέλησε [ο Πάρις] να γίνει γαμπρός… …   Dictionary of Greek

  • Parmeniskos group — is a conventional term distinguished by V.Grace (1956) to describe a type of pottery (amphorae) produced in Macedon during the 3rd century BC.The capital of Pella appears to be the epicenter for this group s production.Amphorae of this type were… …   Wikipedia

  • εριστική — (από το έρις = φιλονικία, λογομαχία). Με γενική έννοια, η τέχνη γύρω από τις συζητήσεις και ιδιαίτερα με τη σημασία της επιβολής των απόψεων ενός ατόμου με τη χρησιμοποίηση ειδικών επιχειρημάτων (σοφισμάτων), γι’ αυτό και είναι ταυτόσημη με τη… …   Dictionary of Greek

  • Λυσίας — I (Αθήνα 458; – 380; π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Ήταν γιος ενός πλούσιου Συρακούσιου, του Κεφάλου, ο οποίος ζούσε ως μέτοικος στην Αθήνα. Εξαιτίας των δημοκρατικών φρονημάτων του, αντιμετώπισε τις διώξεις των Τριάκοντα Τυράννων: η περιουσία του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”